αναρίτσια (η)

ανατριχίλα, νιώθω κρύο στο κορμί. “Σα να μου ρίχνουν νερό στις πλάτες νιώθω”. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ἀναρίτσ(ι)α:  /ἡ/ (Ἰ. arriciare) = αἴσθημα ψύχους, φρικίασις, ἀνατριχίλα. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης